- συνδαίτωρ
- -ορος, ὁ, Αομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -δαίτωρ (< δαίομαι «τρώγω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνδαίτωρ — companion at table masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)